αφροξυλιά

αφροξυλιά
η . бузина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αφροξυλιά" в других словарях:

  • αφροξυλιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 61 κάτ.) του νιμού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. * * * η ονομασία του φυτού ακτή η μέλαινα (sambucus nigra) …   Dictionary of Greek

  • Άνω Αφροξυλιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Αφροξυλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 429 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 55 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου …   Dictionary of Greek

  • κουφοξυλιά ή αφροξυλιά — Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra. Είναι φυλλοβόλο… …   Dictionary of Greek

  • φροξυλιά — η, Ν το φυτό αφροξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφροξυλιά (< αφρός + ξύλο ή, κατ άλλους, < αλαφρο ξυλιά με συγκοπή τής συλλαβής λα ), με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] …   Dictionary of Greek

  • ακτέα — ἀκτέα και ῆ, η (Α) το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης η κατάλ. έα τής λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροξυλιά — η αφροξυλιά, κουφοξυλιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ξύλο ο μεταπλασμός οφείλεται σε αναλογική επίδραση ονομάτων φυτών σε –ιά] …   Dictionary of Greek

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • κουροφέξαλα — και κουραφέξαλα ασήμαντα, τιποτένια πράγματα, ανόητα λόγια, ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κουρφόξυλα < κουρφοξυλιά, προϊόν συμφυρμού τών αφροξυλιά και κουφοξυλιά. Ο τ. κουραφέξαλα από αφομοίωση τού ο προς τα ακολουθούντα α ] …   Dictionary of Greek

  • σαμπούκος — και σαμβούκος, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καπριφολιίδες τής τάξης διψακώδη και που περιλαμβάνει 20 είδη δένδρων και θάμνων από τα οποία το Sambucus nigra, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινώς γνωστό ως… …   Dictionary of Greek

  • φροξυλάνθι — το, Ν το άνθος τού φυτού φροξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφροξυλάνθι (< αφροξυλιά + άνθος) με σίγηση του αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»